- καταστρατηγία
- καταστρατηγία, ἡ (Μ) [καταστρατηγώ]νίκη, επικράτηση που οφείλεται σε στρατήγημα ή τέχνασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταστρατηγίαν — καταστρατηγίᾱν , καταστρατηγία conquest by stratagem fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)